02/01/2020
Στο βιβλίο της Μαρίας Βέρρου «Σκάμματα του χρόνου», η αφηγήτρια ανοίγει το πατάρι στο πατρικό της σπίτι και ξεκινά μια καταβύθιση στον εαυτό, που φέρνει στην επιφάνεια μικρά και μεγάλα συμβάντα του παρελθόντος. Οι αναμνήσεις της, σαν «ψίθυροι στα αυτιά» της, την οδηγούν άλλοτε μελαγχολικά και άλλοτε με διάθεση ειρωνική και σαρκαστική να γράψει για τις απώλειες του κύριου Τάκη και της κυρίας Τούλας, τα άγχη και τις επιθυμίες τους, για τους φόβους και τα όνειρά τους. Η συγγραφέας περιγράφει την καθημερινότητά τους, μια καθημερινότητα στην οποία εντοπίζει και τον εαυτό της, δίνοντας λεπτομέρειες της οικογενειακής ζωής και περιστατικά ασήμαντα κατά μια έννοια, που όμως τελικά για να έχουν εντυπωθεί στη μνήμη και να ανασύρονται αμέσως κάτι έχουν να πουν τόσο στην ίδια τη συγγραφέα όσο και τους αναγνώστες της.
Κεντρικός χαρακτήρας η φιγούρα της μαμάς, που υπομένει, καρτερεί, κρύβεται και μεγαλώνει τα παιδιά της σε μια κοινωνία που συνήθως μόνο να προσάψει είναι πρόθυμη.
«Ξέρεις τι είναι η μυρωδιά της μαμάς να φτάνει μέχρι την καρδιά σου;»
Όπως και ο μπαμπάς, που κρατά τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής, καπνίζει και η κόρη του θέλει «να καταπιεί αυτό το σύννεφο, να χώσει στα πνευμόνια της την έτσι άτσαλα σκορπισμένη ζωή του».
Με μακροπερίοδο λόγο, χωρίς πολλά σημεία στίξης, οι λέξεις της Βέρρου ρέουν σαν το χρόνο˙ μόνο κάποια περιστασιακά κόμματα χωρίζουν τις μικρές, κοφτές της ανάσες, σαν να αναλαμβάνουν αυτά να φέρουν εις πέρας τη δύσκολη δουλειά της σκαπάνης στο παρελθόν, επιταχύνοντας την ροή και επισημαίνοντας πως ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω κι επομένως τα σκάμματα είναι πολλές φορές κοπιαστικά αλλά ταυτόχρονα και ανακουφιστικά. Πολλές προτάσεις μοιάζουν ακόμα με ποιήματα˙ «Μια μοβ μέρα» ή οι «κορνίζες πάνω στις οποίες σωρεύονται ανοίκειοι διάλογοι» δεν μπορεί παρά να δίνουν μια ποιητική διάσταση σε αυτά που γράφει. Κάθε μια ιστορία της θα μπορούσε επομένως να είναι ένα ποίημα ή να λειτουργεί αυτοτελώς, σε κάθε περίπτωση πάντως οι ιστορίες της μοιάζουν με ψευδαισθήσεις, σαν να μη βιώθηκαν αλλά να αποτελούν επινόηση του μυαλού και καταφύγιο ενός ψυχισμού που προσπαθεί να βρει απαντήσεις και να βάλει τα πράγματα στη θέση τους για να μπορέσει να πάει παρακάτω. Πολύ συχνά δημιουργείται η αίσθηση ότι πρόκειται για ιστορίες που ειπώθηκαν στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι και γι’ αυτό προσφέρουν τέτοια αγαλλίαση, γιατί αφού ειπώθηκαν οδήγησαν στην κάθαρση, την ίδια τη συγγραφέα και μαζί τους αναγνώστες της.
Με την ιδιαίτερη γλώσσα που χρησιμοποιεί η Βέρρου, πλάθει εικόνες ονειρικές, συμβολικές και άκρως πρωτότυπες. Πώς θα μπορούσε αλλιώς να περιγράψει την κυρία Τούλα με ουρές; Από τις πιο συνταρακτικές σελίδες του βιβλίου της είναι εκείνες που περιγράφουν την μαμά της να περνά τα βράδια ψυχορραγώντας για τις ουρές που κόβονται, τις απώλειες που δεν αναπληρώνονται και τα κοφτερά μαχαίρια που έρχονται να κόψουν τους δεσμούς με το πρότερο παρελθόν.
«Η κυρία Τούλα είχε κάτι ουρές, αόρατες, σβαρνίζονταν με το φόρεμά της, ο κυματισμός των γοφών της καθόριζε την πορεία τους και στ’ αγκίστρια που τελείωναν, ό,τι πιανόταν πάνω τους ήταν αδύνατο να ξεφύγει. Κάποτε μια αγκιστρώθηκε στο φόρεμά της κι όταν το ανακάλυψε, πήρε την απόφαση να την κόψει. Το βράδυ που η μάνα ησύχαζε, πήρε το κοφτερό μαχαίρι και χραπ την έκοψε. Έτρεχε αίμα ασταμάτητα, όλη νύχτα. Το ξημέρωμα τη βρήκε μισοπεθαμένη αλλά ελεύθερη. Η μάνα όταν το ανακάλυψε, κλείστηκε στο δωμάτιό της, σφάλισε τις πόρτες, το ψιθυριστό της κλάμα ακουγόταν δυο μερόνυχτα, κάτι έλεγε για απώλειες, ωστόσο οι λόγοι της βαριάς της θλίψης παρέμεναν άγνωστοι».
Σκάμματα του χρόνου
Μαρία Βέρρου
εκδόσεις: Θράκα (2019)
σελ.112
Η Μαρία Βέρρου γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου ζει και σήμερα. Με σπουδές γαλλικής γλώσσας και φιλολογίας δίδαξε για πολλά χρόνια στο δημόσιο, χωρίς ποτέ να σταματήσει να γράφει. Πολλά κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα ηλεκτρονικά περιοδικά, ενώ τα Σκάμματα του χρόνου είναι το πρώτο της πεζογραφικό βιβλίο.