07/08/2019
Με μια βαλίτσα στο χέρι, πολλές απορίες και έναν κλονισμένο ψυχισμό ένα μικρό κορίτσι αναγκάζεται να επιστρέψει στο σπίτι της βιολογικής της οικογένειας χωρίς πολλές εξηγήσεις. Εκεί βρίσκει δυο αγόρια να περιεργάζονται το εφηβικό κορμί της, μια μικρότερη αδερφή να μοιράζεται το κατουρημένο κρεβάτι της, ένα μωρό να της ανακατέβει τα πράγματα και έναν πατέρα απόντα, που ξέρει μόνο να ρίχνει σφαλιάρες. Για τη μαμά, αυτή του χωριού, ούτε λόγος. «Η λέξη μαμά φώλιαζε στο λαιμό μου σαν φρύνος που δεν αναπήδησε ποτέ από’ κει μέσα». Η μαμά υπάρχει στο χώρο απλώς για να κατσαδιάζει, να είναι μονίμως κουρασμένη, να τριγυρνά στο σπίτι χωρίς ίχνος στοργής και συναισθήματος. Κάπου κάπου μπορεί να νιώθει ενοχές που έδωσε το ένα της κορίτσι στην Ανταλτζίζα, τη μαμά της θάλασσας, αλλά η ενδοοικογενειακή βία, οι οικονομικές δυσκολίες και το χαμηλό μορφωτικό της επίπεδο δεν της επιτρέπουν συναισθηματισμούς και μεταμέλειες. Εκτός των άλλων, το σπίτι είναι βρώμικο, μικρό και καταθλιπτικό. Ήταν σίγουρο το μικρό κορίτσι πως δεν θα συνέχιζε ούτε χορό ούτε κολύμπι.
Χορό, κολύμπι, ωραίο δωμάτιο, όμορφο κήπο, καλές φίλες και μια μαμά, αυτή της θάλασσας, να της προσφέρει τα πάντα είχε στο προηγούμενο σπίτι, εκείνο από το οποίο την έδιωξαν χωρίς να την προειδοποιήσουν ή να της εξηγήσουν τίποτα. Και αυτή η μαμά, της θάλασσας, στάθηκε ανέντιμη, ύπουλη και αναξιόπιστη απέναντί της, αφού επέτρεψε την επιστροφή στο σπίτι της βιολογικής οικογένειες ή μάλλον το επέβαλε η ίδια, χωρίς να πει στη μέχρι τότε «κόρη» της το παραμικρό. Το μικρό κορίτσι χάνει την αίσθηση της ταυτότητάς της, νιώθει μοναξιά και απελπισία. Πρέπει τώρα να βρει τη δύναμη να προσαρμοστεί σε άλλο περιβάλλον, ξένο μέχρι χθες, να μάθει μια γλώσσα άλλη, τη διάλεκτο του χωριού, της περιοχής του Αμπρούτσο και να συμβιβαστεί με τον τρόπο ζωής μια άλλης οικογένειας, που μέχρι τότε δεν είχε γνωρίσει:
«Ήμουν απλώς η Αρμινούτα, αυτή που την είχαν γυρίσει πίσω. Μιλούσα μια άλλη γλώσσα και δεν ήξερα πλέον που ανήκα. Ζήλευα τις συμμαθήτριές μου στο χωριό, ακόμη και την Αντριάνα, που γνώριζαν με βεβαιότητα τις μητέρες τους».
Είναι απίστευτος ο τρόπος που η Πιετραντόνιο αποτυπώνει την απουσία της μητρικής φιγούρας. Ακόμα και ένα κορίτσι που γνωρίζει δυο εν ζωή μητέρες και άλλες γυναίκες –μια δασκάλα, την μητέρα της φίλης της, μια σπιτονοικοκυρά- που ίσως και να λειτουργούν στιγμιαία ως μητρικά υποκατάστατα, στο τέλος να μην έχει μαμά:
"Με το πέρασμα του χρόνου έχασα ακόμη κι εκείνη τη συγκεχυμένη ιδέα περί κανονικότητας και σήμερα στ’ αλήθεια αγνοώ τι τόπος είναι μητέρα. Μου λείπει όπως μπορεί να λείπει σε κάποιον η υγεία του, ένα αποκούμπι, μια πεποίθηση. Είναι ένα ανυποχώρητο κενό που γνωρίζω ότι υπάρχει αλλά δεν το προσπερνώ. Ένα κενό που σε ζαλίζει αν κοιτάξεις μέσα του. Ένα ρημαγμένο τοπίο που τις νύχτες σού κλέβει τον ύπνο και κατασκευάζει εφιάλτες σ’ αυτό το λίγο που σου αφήνει. Η μοναδική μητέρα που δεν έχασα ποτέ είναι η μητέρα των φόβων μου".
Η πρώτη και μοναδική φορά που ένιωσε τη φροντίδα της μαμά του χωριού, ήταν όταν της ζέστανε ένα τούβλο στο φούρνο, το τύλιξε σ’ ένα πανί και το τοποθέτησε πάνω στην πονεμένη κοιλιά της, με αποτέλεσμα να νιώσει «μια αργόσυρτη θαλπωρή να απλώνεται κάτω από εκείνο το βαρίδιο ως την καρδιά της».
Απίστευτος είναι και ο τρόπος που η Πιετραντόνιο δείχνει σε ένα γενικότερο πλαίσιο την τάση των ενήλικων ηρώων να παραβλέπουν και να μην υπολογίζουν στο ελάχιστο τον ψυχισμό των παιδιών της ιστορίας. Λες και οι εξηγήσεις επιτρέπονται μόνο σε έναν ενήλικο κόσμο που είναι σκληρός, ανυποχώρητος κι εγωκεντρικός. Οι ενήλικες της Πιετραντόνιο παίρνουν αποφάσεις και στη συνέχεια συμπεριφέρονται σαν οι ανήλικοι να είναι εκ γενετής εφοδιασμένοι με άμυνες που, που όταν μεγαλώσουν, θα σβήσουν τα τραύματα. Κάτι τέτοιο, όμως, ποτέ δεν συμβαίνει. Η Αρμινούτα αφηγείται ως ενήλικη, μάλλον περίπου 20 χρόνια μετά. Το ότι μεγάλωσε δεν επούλωσε τις πληγές της, ούτε την έκανε να ξεχάσει τον τρόπο που της συμπεριφέρθηκαν: «Δεν ήξερα πια από πού καταγόμουν. Κατά βάθος ούτε και τώρα ξέρω».
Κι αν οι ενήλικες αποδεικνύονται λίγοι και ασυνεπείς, υπάρχουν τα παιδιά στην ιστορία, τα υπόλοιπα αδέρφια της Αρμινούτα, που παρά τις παιδικές παραξενιές τους ή την σκληρότητα λόγω αυθορμητισμού και οικογενειακών προβλημάτων, κρύβουν μέσα τους αγάπη και συμπόνια. Με τις πράξεις και τις σκέψεις τους συγκινούν βαθιά, ξυπνούν σκέψεις περί ταυτότητας και της έννοιας του ανήκειν. Η Αντριάνα, η μικρότερη αδερφή της Αρμινούτα γίνεται το μοναδικό στήριγμά της. Τα δυο κορίτσια έρχονται τόσο κοντά, σαν να αναγνωρίζουν το αόρατο νήμα της αδερφικής αγάπης που τα ενώνει. Μιας αγάπης ανυπέρβλητης.
Η Αρμινούτα είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο για τη σχέση μητέρας-κόρης, μια σχέση θεμελιώδη για την εξέλιξη ενός πλάσματος και ταυτόχρονα για την αδερφική αγάπη, μια αγάπη που πηγάζει από μια κοινή μήτρα και επομένως είναι ανυπέρβλητη. Ζητήματα όπως αυτά της ανατροφής των παιδιών, του κοινωνικού αποκλεισμού, της φτώχειας, της απόρριψης, της εγκατάλειψης και της μοναξιάς είναι εξίσου ζητήματα που αναδεικνύονται στο βιβλίο. Είναι μια απίστευτη ιστορία με υπέροχη ροή και ταυτόχρονα αιφνιδιασμό. Με γεγονότα και καταστάσεις που δημιουργούν ένα ιδιαίτερο συναισθηματικό φορτίο σε κάθε του σελίδα. Χαρακτηριστικά που αποδεικνύουν το συγγραφικό ταλέντο της Πιετραντόνιο και το μεταφραστικό ταλέντο της Δήμητρας Δότση.
Αρμινούτα
Ντονατέλα ντι Πιετραντόνιο
Μετάφραση: Δήμητρα Δότση
εκδ.: Ίκαρος (2018)
σελ. 216
Η Ντονατέλα ντι Πιετραντόνιο (Donatella Di Pietrantonio) γεννήθηκε το 1963 στην περιοχή Αμπρούτσο της Ιταλίας, τόπος που αναφέρεται σε όλο της σχεδόν το συγγραφικό έργο. Η ίδια εργάζεται ως παιδοδοντίατρος.