19/07/2019
Δυο λόγια απο τον Γιάννη Παλαβό
Γνωρίσαμε τον Γιάννη Παλαβό μέσα από τις συλλογές διηγημάτων του: Αστείο (2012) και Το παιδί (2019), από τις εκδόσεις Νεφέλη. Και διαπιστώσαμε ότι πρόκειται για έναν εξαιρετικό νέο συγγραφέα, με δυνατή πένα και αστείρευτο ταλέντο τόσο στη συγγραφή όσο και τη μετάφραση, καθώς έχει μεταφράσει στα ελληνικά σημαντικούς ξένους συγγραφείς. Η συνάντησή μας, όμως, σε ένα καφέ της Κοζάνης, πολύ κοντά στη γενέτειρά του, το Βελβεντό, το οποίο αποτελεί το σκηνικό των τελευταίων του διηγημάτων, και διαπιστώσαμε ότι είναι εξίσου ένας πολύ φιλικός, ευγενικός και ευχάριστος συνομιλητής. Μας απάντησε σε ερωτήσεις για τη δουλειά του, τις συλλογές διηγημάτων του, τις ιδέες του περί μετάφρασης και δημιουργικής γραφής και φυσικά για τον ρόλο που παίζει η λογοτεχνία στη ζωή του. Με δυο λόγια. Από τον Γιάννη Παλαβό.
Δυο λόγια για το "Αστείο":
Το Αστείο ήταν η πρώτη μου απόπειρα να βρω τη φωνή μου και να γράψω σύμφωνα μ’ αυτή και όχι με αναφομοίωτα δάνειους τρόπους. Επίσης, είναι σημαντικό για μένα ότι για πρώτη φορά έγραψα με αρκετή ειλικρίνεια για ένα αίσθημα λίγο πολύ κοινό σε όλους, το οποίο διατρέχει και τα δεκαεπτά διηγήματα της συλλογής, ότι μάλλον δεν έχουμε πού τη κεφαλή κλίναι, ότι το τραγικό και το κωμικό απέχουν λίγο μεταξύ τους, ότι το κωμικό πιθανότατα αποτυπώνει την κατάστασή μας καλύτερα και ότι, παρόλ’ αυτά, αξίζει και να ζούμε και να γελάμε και να προσπαθούμε. Ήταν η πρώτη μου κάπως πιο σοβαρή απόπειρα να πλησιάσω αυτό που ο Αντρέι Ταρκόφσκι ωραία αποκάλεσε «καθαρτήριο τραύμα».
Δυο λόγια για "Το παιδί":
Μετά το Αστείο δεν ήθελα να επαναλάβω τα ίδια, δηλαδή μια συλλογή που θα αποτελούνταν από ετερόκλητα κείμενα (ασχέτως αν το βλέμμα πίσω από τα διηγήματα λειτουργούσε στο Αστείο ως συνδετικός ιστός). Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο συνεκτικό. Και αποφάσισα από νωρίς ότι η συλλογή θα είχε ένα θέμα και ότι το ύφος θα ήταν ομοιογενές. Ήδη τα πρώτα διηγήματα που γράφτηκαν μετά το Αστείο μού υπέδειξαν την κατεύθυνση: ήταν ρεαλιστικά, εκτυλίσσονταν στη γενέτειρά μου και στρέφονταν, άμεσα ή έμμεσα, γύρω από την παιδική ηλικία. Και είπα ότι έτσι θα συνεχίσω, φιλτράροντας ή προσαρμόζοντας τις ιδέες μου ανάλογα, ώστε στο τέλος να έχω μια συνεκτική συλλογή από ομόκεντρα διηγήματα. Στα περίπου επτά χρόνια που δοκίμαζα ιδέες, που έγραφα και έσβηνα, που κρατούσα ή απέρριπτα διηγήματα προκειμένου να καταλήξω στις 11.500 λέξεις του Παιδιού, αυτό που προσπάθησα ήταν να μάθω πώς να ασκώ έναν αποτελεσματικότερο έλεγχο πάνω στο ύφος που ως έναν βαθμό κατέκτησα στο Αστείο, και πώς θα το κάνω να υπηρετήσει το αίσθημα που ήθελα να υπηρετήσει. Ποιο ήταν αυτό; Δεν ξέρω ακριβώς. Μάλλον η αίσθηση ότι αν δεν ανοίξουμε έναν ειλικρινή διάλογο με τις καταβολές μας, με τον τόπο και τους οικείους μας–βασικά την οικογένειά μας– με τα πρωτογενή στοιχεία της φύσης γύρω μας, με τον πόνο και τον θάνατο και το μυστήριό τους, αν δεν δούμε τα τραύματά μας στη ρίζα τους, στο στοιχειώδες επίπεδό τους, εκεί όπου γεννήθηκαν, δεν έχουμε ελπίδα όχι να θεραπευτούμε (δεν θα θεραπευτούμε έτσι κι αλλιώς) αλλά να συμφιλιωθούμε μαζί τους και άρα να προχωρήσουμε.
Δυο λόγια για τη λογοτεχνία:
Δεν μπορώ να μιλήσω θεωρητικά για τη λογοτεχνία – όσες φορές το έχω προσπαθήσει, ακούγομαι μάλλον πομπώδης. Μπορώ να πω απλώς εμπειρικά ότι αγαπώ τη λογοτεχνία, γιατί μου δίνει την ευκαιρία να δω τον κόσμο στην ουσία του, την ανθρώπινη συμπεριφορά στο βάθος της, και με εξοικειώνει με τα μεγάλα μυστήρια –που βέβαια είναι κοινά και καθημερινά– ενώ ταυτόχρονα μου διδάσκει αισθητική, μου μαθαίνει να ανοίγω τα μάτια απέναντι στο ωραίο.
Δυο λόγια για τη μετάφραση:
Η μετάφραση είναι ένας πρώτης τάξεως τρόπος να γνωρίσει κανείς καλύτερα τη γλώσσα του και δευτερευόντως, τη γλώσσα από την οποία μεταφράζει. Είναι ένας πρώτης τάξεως τρόπος να ακονίσει τα γλωσσικά του εργαλεία, να μάθει να διαβάζει σε βάθος ένα κείμενο και να ερευνήσει εκ των έσω τους τρόπους που μεταχειρίζεται ένας συγγραφέας για να μεταβολίσει αισθήματα και ιδέες σε τέχνη. Αν τυχαίνει ο μεταφραστής να είναι και συγγραφέας, και αν τυχαίνει να μεταφράζει το έργο ενός σημαντικού δημιουργού, τότε η μετάφραση γίνεται μια σπάνια ευκαιρία να παρακολουθήσει από απόσταση αναπνοής, λέξη προς λέξη, πώς υφαίνεται η απαιτητική λογοτεχνία: είναι μεγάλο δώρο, γιατί απ’ όλα όσα μαθαίνει μεταφράζοντας, κάτι θα μείνει, έστω και κάτι μικρό, για τις δικές του απόπειρες. Βέβαια, η μετάφραση –κάθε μετάφραση, ιδίως όμως η μετάφραση λογοτεχνίας– είναι διαδικασία επίπονη και χρονοβόρα, που κατά κανόνα αμείβεται άσχημα. Παρόλ’ αυτά, ευτυχώς που υπάρχουν αυτοί οι ωραίοι τρελοί, οι μεταφραστές, και πλουτίζουν τη λογοτεχνία και τη γλώσσα μας.
Δυο λόγια για τη δημιουργική γραφή:
Είμαι επιφυλακτικός απέναντι στα σεμινάρια και στις σχολές «δημιουργικής γραφής». Η λογοτεχνία, όπως και καμία άλλη τέχνη, δεν διδάσκεται. Μπορεί κανείς ίσως να μάθει κάποιες τεχνικές ή να κάνει επαφές που θα τον βοηθήσουν να βρει εκδότη μελλοντικά, αλλά να μάθει από τέτοιες «σχολές» να γράφει δεν είναι πιθανό. Όπως όλες οι τέχνες, η λογοτεχνία είναι ζήτημα προσωπικότητας και βλέμματος, είναι ζήτημα τόλμης για έκθεση και εσωτερική ανακατάταξη, είναι ζήτημα παθιασμένης τριβής με τη γλώσσα και την παράδοση, είναι ζήτημα επιμονής, χρόνου και, πάνω απ’ όλα, αγάπης για την ανάγνωση και απόφασης ότι διά της γλώσσας θα συναντηθείς και θα συναντιέσαι με τον εαυτό σου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αυτές οι ποιότητες δεν είναι δυνατόν να διδαχτούν σ’ ένα σεμινάριο. Και οι άνθρωποι που τις διαθέτουν, που από νεαρή ηλικία ασκούνται σ’ αυτές και τις καλλιεργούν –ερήμην τους– θα γίνουν έτσι κι αλλιώς συγγραφείς, εφόσον βέβαια και οι συνθήκες τους το επιτρέψουν∙ το πολύ πολύ, μέσα από ένα τέτοιο σεμινάριο, να κόψουν λιγάκι δρόμο. Αλλά δεν έχουν ανάγκη ούτε σεμινάρια ούτε σχολές. Και οι υπόλοιποι, όσοι δεν διαθέτουν ή δεν διαθέτουν επαρκώς ή δεν υποψιάζονται καν αυτές τις ποιότητες, χάνουν απλώς τον καιρό τους σε τέτοιες «σχολές». Υπάρχει, βέβαια, και η πρακτική πλευρά του ζητήματος: τέτοια σεμινάρια ή «σχολές» είναι συχνά ένας τρόπος να κερδίζουν λίγα χρήματα συγγραφείς που δεν έχουν άλλους πόρους. Είναι συγγνωστό. Συνήθως, όμως, οι σοβαροί συγγραφείς που διδάσκουν σε τέτοια σεμινάρια ξεκαθαρίζουν εξαρχής, το δηλώνουν έντιμα και καθαρά –κι αυτό είναι προς τιμήν τους– ότι η λογοτεχνία δεν διδάσκεται. Το πρόβλημα είναι ότι οι σοβαροί συγγραφείς που διευθύνουν τέτοια σεμινάρια είναι, όπως θα περίμενε κανείς, λίγοι. Οι περισσότεροι διδάσκοντες είναι απλώς άσχετοι που τάζουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες σε καλοπροαίρετους, που δυστυχώς είναι διατεθειμένοι, πληρώνοντας πολλές φορές αδρά, να τους πιστέψουν.
Ο Γιάννης Παλαβός γεννήθηκε στο Βελβεντό Κοζάνης το 1980 κι ύστερα από τις σπουδές δημοσιογραφίας στο ΑΠΘ και πολιτιστικής διαχείρισης στο Πάντειο μας παρουσίασε είτε ατομικά («Αληθινή αγάπη κι άλλες ιστορίες», IntroBooks, 2007) είτε συλλογικά (“Σαν Άνγκρε-Τα δάκρυα της Φον Μπράουν», Τόπος, 2009) τα διηγήματά του, όπως και σενάρια για κόμικ σε συνεργασία με τον Τάσο Ζαφειριάδη («Το πτώμα», Jemma Press, 2011 και «Γρα-Γρου», Ίκαρος, 2017), σε εικονογράφηση Θανάση Πέτρου. Η συλλογή «Αστείο» (Νεφέλη, 2012) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, όπως και με το Βραβείο Διηγήματος του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης. Παρατηρητικός αναγνώστης και συναρπαστικός συγγραφέας, ο Παλαβός δεν θα μπορούσε να μην είναι και εξαίρετος μεταφραστής. Δεν γίνεται να μην αναφέρουμε έστω δειγματοληπτικά τη μεταφραστική συνεισφορά του Παλαβού: Φλάνερι Ο΄Κόνορ, Τομπάιας Γουλφ, Ουίλλιαμ Φώκνερ κ.α.